Περιφρονώντας το Διεθνές Δίκαιο
Κάποιοι θεωρούν ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι η πολιτική είναι η τέχνη της «εξαπατήσεως», δηλαδή η τέχνη της διαστάσεως λόγων και έργων. Ίσως η τελευταία άποψη να αδικεί πολλούς πολιτικούς ή και την πολιτική στο σύνολό της, δεν μπορεί όμως παρά να επισημανθεί η διαχρονική διάσταση λόγων και έργων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, τουλάχιστον από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ενώ η χώρα μας διακηρύσσει προς πάσα κατεύθυνση τη -μέχρι παρεξηγήσεως, κατά πολλούς- προσκόλλησή της στο Διεθνές Δίκαιο, εντούτοις αποφεύγει επιμελώς την εφαρμογή του. Συγκεκριμένα:
Απέφυγε να απαιτήσει την εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάννης ως προς την Ίμβρο και την Τένεδο.
Απέφυγε να αντιδράσει αποτελεσματικά στην καταστρατήγηση της Συνθήκης της Λωζάννης, όταν ο ελληνισμός της Κωνσταντινουπόλεως εκδιώχθηκε σχεδόν στο σύνολό του.
Απέφυγε και αποφεύγει να ασκήσει τα καθήκοντά της ως εγγυήτριας δύναμης στην Κύπρο.
Ανέχεται τη διαβρωτική δράση εξωτερικών παραγόντων στην ελληνική Θράκη, την Καβάλα, τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και αλλού.
Ανέχεται την τουρκική επιθετικότητα (ρητορική, νομική και επί του πεδίου), αποφεύγοντας να ασκήσει τα στοιχειώδη κυριαρχικά της δικαιώματα, πχ όταν παραβιάζεται βάναυσα ο ελληνικός εναέριος και θαλάσσιος χώρος.
Πειθαρχεί στο τουρκικό casus belli, αποφεύγοντας να ανακηρύξει τα χωρικά ύδατα 12 μιλίων από όλες τις ακτές της.
Αρνείται να οριοθετήσει ΑΟΖ με την Κυπριακή Δημοκρατία.
Προβαίνει σε μερική και ετεροβαρή οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο.
Αποφεύγει να ορίσει θαλάσσια οικόπεδα προς εκμετάλλευση υδρογονανθράκων ανατολικότερα της Κρήτης
ή εντός του Αιγαίου πελάγους.
Δεν συμπεριφέρεται με δίκαιο, αμοιβαίο και αναλογικό τρόπο προς την τουρκική ηγεσία, η οποία εμφανώς και απροκαλύπτως εποφθαλμιά και διεκδικεί τα εδάφη, τα ύδατα και την υφαλοκρηπίδα μας.
Πολλά ακόμη θα μπορούσαν να αναφερθούν και το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει είναι: Γιατί επιδεικνύουμε τόση περιφρόνηση προς την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, ενώ το έχουμε αναγάγει σε σημαία;
Δύο αλληλοσυμπληρούμενες αιτίες μπορούμε να διακρίνουμε που οδηγούν σε αυτή την αντίφαση: Οι -υποθετικές ίσως- υπερατλαντικές πιέσεις και ο φόβος.
Οι υπερατλαντικές πιέσεις, αν όντως υφίστανται, ασφαλώς και μπορούν να αποδοθούν στην τεράστια σημασία που αποδίδουν οι ΗΠΑ στην Τουρκία. Είναι καίρια η γεωγραφική και γεωπολιτική της θέση που ελέγχει τα στενά του Βοσπόρου, γειτνιάζει με την πετρελαιοφόρο Μ. Ανατολή και συγγενεύει πολιτισμικά και θρησκευτικά με χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως, αλλά και με μεγάλα τμήματα της σημερινής Ρωσίας, τα οποία η Τουρκία θα μπορούσε πιθανώς να θέσει υπό την επιρροή της προς όφελος της Δύσεως (ή μήπως προς θρέψη των σχετικών αλλά φρούδων ελπίδων της Δύσεως;). Είναι όμως προφανές σε κάθε μη προκατειλημμένο παρατηρητή ότι η Τουρκία πρόκειται να παίξει το εν λόγω παιχνίδι μόνο για όσο χρόνο αυτό συμβαδίζει με τις ιδιοτελείς επιδιώξεις της, δηλαδή με την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μάλιστα μιας αυτοκρατορίας κατά πολύ διευρυμένης ακόμη και σε σχέση με εκείνη του πλέον ενδόξου παρελθόντος της. Όπως όμως όλα δείχνουν, μόλις αισθανθεί αρκετά ισχυρή, θα «αδειάσει» τη Δύση και θα επιβάλει ένα status ισότιμο με εκείνο των μεγάλων δυνάμεων. Και αυτό μόνο για ξεκίνημα. Το ξεκίνημα μιας πορείας προς την παγκόσμια ηγεμονία διά της καπηλείας του θρησκευτικού συναισθήματος. Τουλάχιστον, σε αυτό το σημείο συγκλίνουν οι λογικές προεκτάσεις των μέχρι στιγμής δεδηλωμένων σχεδίων αλλά και της ρητορικής και πράξεων των ηγεσιών της γείτονος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επομένως, η ελληνική αντίδραση θα πρέπει να κατευθυνθεί α) προς τον διαφωτισμό της Δύσεως ως προς τις προβλεπόμενες συνέπειες της σημερινής πολιτικής της, β) τη στενή συνεργασία με άλλες χώρες-στόχους του τουρκικού ιμπεριαλισμού (Ισραήλ, Αίγυπτος κ.ά.) και γ) την έντεχνη σύνδεση της καίριας συμβολής μας στο δυτικό σύστημα ασφαλείας με δίκαιες, στρατηγικού και γεωπολιτικού τύπου, αντιπαροχές.
Ο φόβος είναι ένα δικαιολογημένο και κατανοητό μέχρις ενός σημείου- συναίσθημα, αφού ένας πόλεμος είναι πάντα καταστροφικός για αμφότερα τα αντιμαχόμενα μέρη και, βεβαίως, πολύ περισσότερο για τον ηττημένο, ενώ η Τουρκία φαίνεται να πλεονεκτεί σε πληθυσμό, στρατιωτική ισχύ, πολεμική βιομηχανία, διπλωματία και στρατηγικό βάθος. Όμως, η αποδοχή του φόβου ως καθοριστικού κριτηρίου των στόχων και μέσων της εξωτερικής μας πολιτικής είναι παντελώς παράλογη, αφού είναι ιστορικώς αποδεδειγμένο ότι η υποχωρητικότητα και ο κατευνασμός -ή οι ετεροβαρείς συμφωνίες και δικαστικές αποφάσεις (που νομοτελειακά αποδεικνύονται προσωρινές)- απλώς οδηγούν ταχύτερα στο απευκταίο, αποθρασύνοντας τον επίβουλο. Επίσης, ο χρόνος που παρέχεται στον αντίπαλο, δια των προσπαθειών κατευνασμού του, επιτρέπει την περαιτέρω ισχυροποίησή του και, επιπλέον, του δίνει τη δυνατότητα επιλογής της καταλληλότερης χρονικής στιγμής για την εκδήλωση της επιθέσεως, υπό ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον και σε συνθήκες αιφνιδιασμού. Αντί της συναισθηματικής οδού του φόβου, θα πρέπει να υιοθετηθεί η λογική οδός της ισχυροποιήσεως (ώστε ο αντίπαλος να μην είναι σε θέση να ανθέξει τις συνέπειες από την υπερκέραση της αποτρεπτικής μας ικανότητας) και της, κατά το δυνατόν αμέσου, ακόμη και μονομερούς επιβολής όλων των δικαιωμάτων μας, όπως αυτά ορίζονται από το διεθνές δίκαιο, των δικαιωμάτων που δυστυχώς πολλοί στο εσωτερικό χαρακτηρίζουν σαν «ελληνικό μαξιμαλισμό», υιοθετώντας τη σχετική τουρκική προπαγάνδα. Στην προσπάθεια αυτή μπορεί να βοηθήσουν η αξιοποίηση του μέχρι στιγμής ανεκμετάλλευτου ορυκτού μας πλούτου και η δραστική μεταλλαγή της επικρατούσας εφησυχαστικής νοοτροπίας. Κυρίως όμως θα βοηθήσει αποφασιστικά η διασαφήνιση και πλήρης ανάκτηση της πολιτιστικής μας ταυτότητας, αφού θα είναι ωφέλιμο να θεωρούμε εαυτούς ως κληρονόμους μιας μεγάλης αυτοκρατορίας και όχι σαν απογόνους κατεκτημένων και, συνεπώς, θα πρέπει να σκεπτόμαστε και να φερόμαστε αναλόγως, παρέχοντας και την ανάλογη παιδεία στους απογόνους μας.
Η ισχυροποίηση θα πρέπει να είναι πολυδιάστατη (συνταγματική, πολιτική, δημογραφική, οικονομική, στρατιωτική, βιομηχανική, στρατηγική, πολιτισμική κ.ά.) και να αναθεωρεί εκ βάθρων τις υφιστάμενες και καταφανώς αποτυχημένες στην πρακτική εφαρμογή τους αντιλήψεις, που έχουν επικρατήσει κατά τα τελευταία πενήντα τουλάχιστον έτη στη χώρα προωθώντας τον διχασμό, τη σύγχυση και την παρακμή.
Δυσχερές, χρονοβόρο και κοπιώδες εγχείρημα, αλλά δείχνει να αποτελεί τη μοναδική οδό περαιτέρω επιβιώσεως ενός έθνους που μετρά χιλιετίες υπάρξεως και που θα είναι μεγάλο κρίμα να εξαφανιστεί επί των ημερών μας επειδή αδυνατεί να αναγνώσει ορθώς το τρέχον γεωπολιτικό περιβάλλον.
Οφείλουμε να ξυπνήσουμε αμέσως από τον λήθαργο στον οποίο έχουμε βυθιστεί.
Αλλιώς οι εξελίξεις δεν θα μας είναι αρεστές…