«Η κυβέρνηση λαμβάνει διαρθρωτικά μέτρα που θα αλλάξουν μόνιμα την αγορά»
Ογενικός γραμματέας Εμπορίου του υπουργείου Ανάπτυξης Σωτήρης Αναγνωστόπουλος μιλά στην «Political» για την ακρίβεια, τους ελέγχους που διενεργούνται στην αγορά, αλλά και για το πώς μπορεί να λυθεί το πρόβλημα. Επιπλέον, στέκεται στο νομικό πλαίσιο και στο εάν αυτό επαρκεί για να θωρακιστούν οι καταναλωτές.
Ποια είναι η στοχοπροσήλωση της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου;
Η Γενική Γραμματεία Εμπορίου του υπουργείου Ανάπτυξης έχει ως στόχο την προαγωγή και την ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας στη χώρα, στο πλαίσιο του θεμιτού και παραγωγικού ανταγωνισμού μεταξύ των εμπορικών επιχειρήσεων αλλά και της προστασίας της αγοραστικής δύναμης και των δικαιωμάτων των καταναλωτών. Ειδικότερα, στην παρούσα συγκυρία της οξείας διεθνούς πληθωριστικής κρίσης που προκλήθηκε από τις αλλεπάλληλες παγκόσμιες κρίσεις, όπως η πανδημία και ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας εις βάρος της ανεξάρτητης Ουκρανίας, οι προσπάθειες της Γενικής Γραμματείας εστιάζονται στην αντιμετώπιση των συνεπειών του υψηλού πληθωρισμού και ιδίως των φαινομένων αθέμιτης κερδοφορίας εις βάρος των καταναλωτών. Παράλληλα, η κυβέρνηση, διά του υπουργείου Ανάπτυξης, σχεδιάζει και νομοθετεί μέτρα που αντιμετωπίζουν σταδιακά τις χρόνιες παθογένειες της ελληνικής αγοράς που είναι υπεύθυνες για τη διατήρηση των υψηλών τιμών σε ορισμένους τομείς της αγοράς.
Πώς προχωρούν οι έλεγχοι στην αγορά;
Η διενέργεια ελέγχων για την επίτευξη της συμμόρφωσης της αγοράς με τη νομοθεσία του κράτους προς όφελος του καταναλωτή προϋποθέτει την ύπαρξη δύο βασικών παραγόντων: πρώτον, την ύπαρξη νομοθετικού πλαισίου που απαγορεύει τις αθέμιτες κερδοσκοπικές πρακτικές και, δεύτερον, την ύπαρξη ικανού, εκπαιδευμένου και εξοπλισμένου με σύγχρονα εργαλεία ελέγχου ελεγκτικού μηχανισμού. Δυστυχώς, στη χώρα μας, πριν από το 2020 δεν υπήρχε ούτε ο πρώτος παράγοντας ούτε ο δεύτερος. Σήμερα, η Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου της Αγοράς, που αποτελεί τον ελεγκτικό βραχίονα του υπουργείου Ανάπτυξης, αποτελεί την αιχμή του δόρατος του ελεγκτικού μηχανισμού του κράτους στην αγορά, έχοντας διενεργήσει τα τελευταία τρία χρόνια εκατοντάδες χιλιάδες ελέγχους και έχοντας επιβάλει περισσότερα από 20 εκατ. σε πρόστιμα στις επιχειρήσεις που παραβιάζουν την αγορανομική ή την καταναλωτική νομοθεσία. Προκειμένου να γίνει πιο κατανοητή η προσπάθεια των τελευταίων ετών, αρκεί να αναφερθεί ότι πριν από το 2020 δεν είχε πρακτικά επιβληθεί κανένα σχεδόν πρόστιμο για την αντιμετώπιση πρακτικών αθέμιτης κερδοφορίας για δεκαετίες.
Γιατί επιμένει η ακρίβεια;
Τα μέτρα περιστολής της αθέμιτης κερδοφορίας είναι σαφές ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την παγκόσμια πληθωριστική κρίση στην ολότητά της. Και ο βασικός λόγος είναι ότι ο υψηλός πληθωρισμός οφείλεται πρωτίστως στις παγκόσμιες μακροοικονομικές ανισορροπίες που προκάλεσαν οι διαδοχικές παγκόσμιες υγειονομικές και πολεμικές κρίσεις και όχι, όπως συχνά αναφέρεται, στα φαινόμενα αισχροκέρδειας. Τα μέτρα που λαμβάνονται, όμως, μπορούν να αντιμετωπίσουν μόνο το τμήμα των αυξήσεων που οφείλεται σε φαινόμενα αισχροκέρδειας και όχι τις αυξήσεις που έρχονται από τις αυξήσεις τιμών στο διεθνές εμπόριο. Άλλωστε, αν τα φαινόμενα αισχροκέρδειας ήταν ο βασικός υπεύθυνος παράγοντας για την αύξηση των τιμών, τότε δεν είναι σαφές γιατί αυτά δεν είχαν εμφανιστεί πριν τις παγκόσμιες κρίσεις και μάλιστα την εποχή που δεν υπήρχε ούτε θεσμικό πλαίσιο ούτε ελεγκτικός μηχανισμός για να τα αντιμετωπίσει. Σε κάθε περίπτωση, ο διεθνής πληθωρισμός αντιμετωπίζεται, πρωτίστως, με μακροοικονομικά μέσα και κυρίως μέσω της αύξησης των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών. Αυτό έχει ήδη γίνει από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ και αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο μειώνεται σταδιακά ο πληθωρισμός σε παγκόσμιο επίπεδο και όχι μόνο στην Ελλάδα.
Πώς μπορεί να λυθεί η ακρίβεια στο μέλλον;
Το πληθωριστικό κύμα που πλήττει την Ευρώπη, άρα και την Ελλάδα, θα αποσυρθεί σταδιακά λόγω των σταθερά αυξημένων επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών. Ωστόσο, η πληθωριστική κρίση ανέδειξε τις εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής αγοράς και προσφέρει μία σημαντική ευκαιρία: να αντιμετωπίσουμε διαπαντός ορισμένες από αυτές, έτσι ώστε η επόμενη κρίση, όποτε και αν έλθει, να μας βρει πιο προετοιμασμένους. Για τον σκοπό αυτό, αλλά και για την αντιμετώπιση του πρόσφατου κύματος ακρίβειας, η κυβέρνηση οφείλει, και το πράττει, να λάβει διαρθρωτικά μέτρα που θα αλλάξουν μόνιμα την αγορά, θεραπεύοντας χρόνιες παθογένειες, τόσο με εθνικά μέτρα όσο και με τη βοήθεια πρωτοβουλιών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είμαστε θωρακισμένοι ως καταναλωτές στην Ελλάδα;
Η καταναλωτική νομοθεσία στην Ελλάδα αλλά και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους έχουν ενισχυθεί σημαντικά και συνεχίζουν να ενισχύονται με νέα μέτρα και περισσότερα τεχνολογικά εξελιγμένα μέσα εποπτείας της αγοράς. Ωστόσο, η ουσιαστικότερη θωράκιση των δικαιωμάτων του καταναλωτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την ενημέρωση του καταναλωτή για τα δικαιώματά του αλλά και για τις τιμές που επικρατούν στην αγορά, προκειμένου να έχει πραγματική και ουσιαστική δυνατότητα επιλογής. Ο ισχυρός καταναλωτής είναι αυτός που μπορεί να επιλέξει, χωρίς να επηρεάζεται από παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που έχουν την καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημά του. Συνεπώς, καθήκον της Πολιτείας είναι να περιφρουρήσει και να ενισχύσει τη δυνατότητα του καταναλωτή να επιλέγει ανεπηρέαστος τις λύσεις που τον συμφέρουν.
Το νομικό πλαίσιο για το ηλεκτρονικό εμπόριο είναι αρκετό για να προστατεύσει τους καταναλωτές; Είναι ενημερωμένοι σωστά οι πελάτες;
Όπως ανέφερα και προηγουμένως, πράγματι το θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα είναι ισχυρό και ισχυροποιείται με νέα μέσα τόσο σε επίπεδο Ελλάδας όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, το ηλεκτρονικό εμπόριο, κυρίως λόγω της απρόσωπης φύσης του, κρύβει παγίδες για τον βιαστικό καταναλωτή. Η ενημέρωση των καταναλωτών για τα δικαιώματά τους όταν κάνουν αγορές από το διαδίκτυο είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Έτσι, είναι σημαντικό οι καταναλωτές να θυμούνται τέσσερις βασικούς κανόνες: πρώτον, προσέχουμε να συναλλασσόμαστε με ηλεκτρονικά καταστήματα που εμπιστευόμαστε και έχουμε κάνει επιτυχείς αγορές στο παρελθόν, δεύτερον, όταν βλέπουμε αδικαιολόγητα χαμηλές τιμές είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί και διασταυρώνουμε την αξιοπιστία του ηλεκτρονικού καταστήματος, τρίτον, δεν βάζουμε ποτέ απευθείας χρήματα σε λογαριασμούς εμπόρων αλλά συναλλασσόμαστε μέσω κάρτας ή αξιόπιστων εφαρμογών πληρωμών και, τέταρτον, δεν αποκαλύπτουμε ποτέ, σε κανέναν, τους κωδικούς πρόσβασης στον τραπεζικό μας λογαριασμό.