Πολλά για ορυκτά καύσιμα, λιγότερα για ΑΠΕ
Κυβερνήσεις της G20 και μεγάλες τράπεζες ανάπτυξης, όπως η MDB, συνεχίζουν να υποστηρίζουν με δισ. δολάρια έργα πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα
OCI: «Μόλις το 3% της συνολικής χρηματοδότησης για καθαρή ενέργεια, μεταξύ 2020 και 2022, κατευθύνθηκε σε χώρες χαμηλού εισοδήματος. Μόνο το 18% διοχετεύτηκε σε χώρες με χαμηλότερο και μεσαίο εισόδημα»
Τη στιγμή που το Κουβέιτ σχεδιάζει να αυξήσει την παραγωγή του πετρελαίου στα 3,15 εκατομμύρια bpd, οι «G20 και MDB (multilateral development bank) στο ίδιο μήκος κύματος εξακολουθούν να υποστηρίζουν με τουλάχιστον 47 δισ. δολάρια το 2020-2022 –ετησίως– τα έργα πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα», όπως υποστηρίζεται σε νέα έκθεση με τίτλο «Public Enemies: Assessing MDB and G20 international Finance Institutions’ Energy finance», που εκπόνησε η Oil Change International (OCI), σε συνεργασία με την περιβαλλοντική οργάνωση «Friends of the Earth» - ΗΠΑ. Η Oil Change International είναι ένας οργανισμός έρευνας και επικοινωνίας, που «εργάζεται για να διευκολύνει τη συνεχιζόμενη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια και να αναδεικνύει το πραγματικό κόστος των ορυκτών καυσίμων. Η καθαρή ενέργεια έλαβε σχεδόν 34 δισ. δολάρια ετησίως μεταξύ 2020 και 2022».
Σύμφωνα με την έκθεση, «οι πλουσιότερες χώρες της G20 (διεθνές φόρουμ κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών από τις 20 μεγάλες οικονομίες) είναι οι κύριοι ένοχοι πίσω από τις συνεχείς επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα, με τον Καναδά, την Κορέα και την Ιαπωνία να εμφανίζονται ως οι χειρότεροι παραβάτες – Καναδάς (10,9 δισ. δολάρια), Κορέα (10 δισ. δολάρια) και Ιαπωνία (6,9 δισ. δολάρια). ΗΠΑ, Γερμανία και Ιταλία χρηματοδότησαν επίσης με δισ. ετησίως για έργα ορυκτών καυσίμων το 2022-2023. Το ίδιο διάστημα, το Ηνωμένο Βασίλειο επένδυσε 600 εκατ. δολάρια ετησίως κατά μέσο όρο.
Η Oil Change International διευκρινίζει ότι αν μόνο οι τρεις χώρες, Καναδάς, Κορέα και Ιαπωνία, τηρήσουν τις δεσμεύσεις
τους, να τερματίσουν όχι μόνο τη χρηματοδότηση του άνθρακα αλλά και τη χρηματοδότηση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, θα μετατοπιστούν 26 δισ. δολάρια ετησίως από τα ορυκτά καύσιμα προς άλλες «πράσινες» δραστηριότητες στο τέλος του 2024.
Χρηματοδότηση έργων
Στη βάση δεδομένων Public Finance for Energy Database, αναφέρεται ότι «οι κυβερνήσεις της G20 και οι μεγάλες τράπεζες ανάπτυξης, όπως η MDB, παρέχουν πάνω από 100 δισ. δολάρια κάθε χρόνο σε διεθνή χρηματοδότηση για ενεργειακά έργα. Αυτό το δημόσιο χρήμα έχει τεράστια επιρροή στο είδος των ενεργειακών έργων
που θα κατασκευαστούν. Δυστυχώς, για κάθε δολάριο που διατίθεται για την καθαρή ενέργεια που χρειαζόμαστε για να οικοδομήσουμε ένα δίκαιο και βιώσιμο μέλλον, σχεδόν δύο φορές περισσότερο ρέει ακόμα στα ορυκτά καύσιμα».
Τα «διεθνή δημόσια οικονομικά ιδρύματα των χωρών του παγκόσμιου Βορρά επένδυσαν 58 φορές περισσότερα σε έργα ορυκτών καυσίμων που καταστρέφουν το κλίμα κάθε χρόνο το 2020-2022 από ό,τι στο ταμείο ζημιών που δημιουργήθηκε στο COP28». Οι ΗΠΑ παράγουν περίπου 20 εκατομμύρια b/d πετρελαίου και καταναλώνουν σχεδόν το ίδιο. Πριν από 20 χρόνια παρήγαγαν 7 εκατ. b/d – το σχιστολιθικό πετρέλαιο άλλαξε τα πράγματα.
Συγκεκριμένα στο διεθνές πεδίο:
• Το 54% των γνωστών διεθνών δημόσιων κονδυλίων διοχετεύτηκε στο ορυκτό αέριο και ένα επιπλέον 32% σε έργα μεικτών, πετρελαίου και φυσικού αερίου μεταξύ 2020 και 2022.
• Το μεγαλύτερο μερίδιο (46%) της χρηματοδότησης ορυκτών της G20 και της MDB μεταξύ 2020 και 2022 υποστήριξε έργα μεσαίας ροής μεταφορών και επεξεργασίας. Αυτό περιλαμβάνει χρηματοδότηση για έργα όπως ο αγωγός «Trans Mountain» στον Καναδά, το LNG της Μοζαμβίκης και τα κορεατικά κατασκευασμένα αεροσκάφη LNG. Αυτά είναι μερικά από τα πιο ακριβά είδη έργων στην αλυσίδα εφοδιασμού πετρελαίου και φυσικού αερίου.
• Οι οργανισμοί εξαγωγικών πιστώσεων (ECA) ήταν οι χειρότεροι διεθνείς παράγοντες, αντιπροσωπεύοντας το 65% του συνόλου της γνωστής δραστηριότητας ορυκτών καυσίμων μεταξύ 2020 και 2022.
Μεταξύ των MDB, «ο Όμιλος της Παγκόσμιας Τράπεζας παρέχει τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση για έργα ορυκτών καυσίμων κάθε χρόνο, διαθέτοντας κατά μέσο όρο 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια».